Μαρίζα Ντεκάστρο, «Οι δικοί μου άνθρωποι», εκδ. Καλειδοσκόπιο
Υπάρχουν μερικά βιβλία που, από τη στιγμή που τα κρατάς στα χέρια σου, ξέρεις πως θα σου αρέσουν. Έτσι αισθανθήκαμε με το βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο «Οι δικοί μου άνθρωποι», εκδ. Καλειδοσκόπιο.
Δεν ήμασταν όμως προετοιμασμένοι για τη συγκίνηση που μας προσέφερε, μαζί με αισθητική απόλαυση και γνώση.
Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, την ιστορία της ξαδέλφης της συγγραφέως, της Ρεβέκκας, και της οικογένειάς της, μιας οικογένειας Εβραίων που φυγαδεύτηκαν κατά τη γερμανική κατοχή και κατέφυγαν στο χωριό Μάτσανι της ορεινής Κορινθίας.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Την ευτυχισμένη ζωή της Ρεβέκκας στην Αθήνα, που, παιδάκι δημοτικού, τη βλέπει σαν «το κέντρο της γης», διακόπτει ο πόλεμος του 1940, οι Γερμανοί, η Κατοχή, ο φόβος.
Τα μέλη της οικογένειας παίρνουν χριστιανικά ονόματα και ταυτότητες, όσο περνάει όμως ο καιρός τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα…
Φυγαδεύονται στο χωριό και φιλοξενούνται από τους ντόπιους, που τους προστατεύουν, τους νοιάζονται και τους κρύβουν από τους Γερμανούς με κίνδυνο της ζωής τους. Ο πληθωρικός παπα-Αθανασούλης πρωτοστατεί «γιατί στο χωριό μας δεν υπάρχουν προδότες».
Η Ρεβέκκα αναφέρεται στην καθημερινότητά τους, από το φαγητό και τα μαθήματα, μέχρι τα παιχνίδια με τις φίλες. Δεν ξεχνάει τις μέρες που πλησίαζαν οι Γερμανοί κι εκείνοι κρύβονταν σε μια σπηλιά, δεν ξεχνάει τη συγκλονιστική στιγμή που έρχονται με τη μητέρα της αντιμέτωπες μ’ ένα Γερμανό, δεν ξεχνάει ούτε κάποιες -λίγες- δυσάρεστες στιγμές: «Εσύ σκότωσες τον Χριστό μας!» Δεν ξεχνάει τους ανθρώπους που για ένα διάστημα είχαν γίνει οικογένειά της, φίλοι, «οι δικοί της άνθρωποι». Μέχρι την απελευθέρωση, που γυρίζουν στην Αθήνα για να φύγουν λίγο αργότερα για την Παλαιστίνη, μετέπειτα Ισραήλ.
Η Ρεβέκκα επιστρέφει στο χωριό πρόσφατα, 80 χρονών πια, με τα παιδιά και τα εγγόνια της, για να ξαναδεί από κοντά, να τιμήσει, να αναθυμηθεί και να θυμίσει.
Η Μαρίζα Ντεκάστρο γράφει στον πρόλογο: «Τίποτα δεν είναι πλασμένο από τη φαντασία μου». Είναι όντως ένα χρονικό, εμπλουτισμένο με φωτογραφίες, μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού, επίμετρο για την ιστορία των μελών της οικογένειας Σακκή, καθώς και την ανάλογη βιβλιογραφία.
Είναι όμως και ένα λογοτέχνημα, που προορίζεται καταρχάς για τις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού και την αρχή του γυμνασίου, μπορεί όμως να διαβαστεί από κάθε ηλικία. Και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί αυτό το βιβλίο, πάνω απ’ όλα γιατί αυτές οι ιστορίες «μιλούν για τις ζωές ανθρώπων στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι ιστορίες αλληλεγγύης, αυταπάρνησης και ανθρωπισμού και δεν πρέπει να ξεχνιούνται!»
Στην αρτιότητα αυτού του βιβλίου συμβάλλει σημαντικά η υψηλή αισθητική της εικονογράφησης, από τη Χαρά Μαραντίδου. Λιτή, μοντέρνα και διαχρονική, ασπρόμαυρη με πινελιές χρώματος για έμφαση όπου χρειάζεται, θυμίζει χαρακτικά, εξηγεί, υπαινίσσεται, εντείνει τη συγκίνηση και απογειώνει την αφήγηση.