Ο Νίκος Καζάζης, Συντονιστής Ελληνικής Γλώσσας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο CGS, προτείνει για τον Οκτώβριο το βιβλίο της Τζάκλιν Γούντσον, «Κάτι αστραφτερό», σε μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη.
Ήρθα σε επαφή με το έργο της Τζάκλιν Γούντσον μέσα από το πρώτο μυθιστόρημά της για ενήλικες, με τίτλο Ένα άλλο Μπρούκλιν[1], και ομολογώ ότι ανακαλώ συχνά την εναρκτήρια παράγραφο αυτού του έργου, γιατί προσδιορίζει με ιδανικό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο τόσο την καρδιά του αφηγηματικού ιστού, όσο και την τονικότητα της αφηγηματικής φωνής. Την παραθέτω ολόκληρη, κυρίως για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τη μαστοριά με την οποία η Γούντσον εκδιπλώνει σταδιακά όλα τα ηχοχρώματα μιας αφηγηματικής φωνής, στοιχείο που αποτελεί και μία από τις σημαντικές αρετές των λογοτεχνικών της έργων.
«Για πολύ καιρό, η μητέρα μου δεν είχε πεθάνει ακόμη. Η ιστορία μου θα μπορούσε να είναι και πιο τραγική. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να έχει παρασυρθεί απ’ το πιοτό ή απ’ το βελόνι ή από κάποια γυναίκα και να έχει αφήσει τον αδελφό μου κι εμένα στη μοίρα μας –ή ακόμα χειρότερα, στην υπηρεσία παιδικής προστασίας της Νέας Υόρκης όπου, σύμφωνα με τα λόγια του, σπάνιζαν τα χάπι εντ. Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Τώρα ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή˙ είναι η ανάμνηση.»
Η ανάμνηση ως αφετηρία συγκρότησης του μυθοπλαστικού της τοπίου και η ηχοχρωματική διαφοροποίηση των αφηγηματικών φωνών αποτελούν τις βασικές συνιστώσες και στο «Κάτι αστραφτερό», το δεύτερο μυθιστόρημα της Τζ. Γούντσον για ενήλικες, το οποίο διαδραματίζεται στο Μπρούκλιν, το 2001, λίγο πριν από την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους.
Η δεκαεξάχρονη Μέλοντι ετοιμάζεται να γιορτάσει την τελετή ενηλικίωσής της, μαζί με τον μπαμπά της, τον Όμπρεϊ, τη μητέρα της, Άιρις, τον παππού, τον Πο Μπόι, και τη γιαγιά της, τη Σέιμπι. Το σκηνικό της τελετής αυτής, οι εκπεφρασμένες και υπόρρητες διαφωνίες για τη μουσική υπόκρουση και το κατάλληλο για την περίσταση φόρεμα της Μέλοντι, δίνουν την ευκαιρία στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα να ξετυλίξουν τις μνήμες τους και να αναρωτηθούν για τα συναισθήματα και τις επιλογές τους, για τα ατομικά τους βιώματα και τη συλλογική εμπειρία.
«Μυστήριο αυτό που συμβαίνει με τη μνήμη», λέει σε ένα σημείο του έργου η γιαγιά Σέιμπι, «σε κάνει να επιστρέφεις στο μέρος που ήσουν και σε αφήνει να μείνεις για λίγο εκεί». Η Άιρις, μένοντας έγκυος στα 15, αλλά αποφασισμένη να φοιτήσει οπωσδήποτε στο κολέγιο, είχε πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Μελόντι, η οποία μεγάλωσε με τον πατέρα της και τους γονείς τής Άιρις.
Η εκφραστική δεξιοτεχνία της Γούντσον της επιτρέπει να αποτυπώσει την αμφίθυμη σχέση της Μέλοντι με τη μητέρα της, με ποιητικό βηματισμό και οξυδερκή ενσυναίσθηση:
«Μείναμε αμίλητες για πολλή ώρα. Ένιωθα κάτι να αναδεύεται μέσα μου, σαν ξυράφι στο στήθος –δεν ήξερα τότε αν ήταν οργή, θλίψη ή φόβος. Ίσως το ένιωσε και η Άιρις, επειδή με πλησίασε, έβαλε το χέρι της στον σβέρκο μου και με φίλησε στα μαλλιά. Ήθελα κάτι παραπάνω, όμως –μια αγκαλιά, έναν τρυφερό ψίθυρο στο αυτί. Ήθελα να μου πει πως ήμουν όμορφη, πως με αγαπούσε. Ήθελα να χλευάσει μαζί μου αυτές τις γελοιότητες με τις ζαρτιέρες και το καλσόν.»
Η ποιητικότητα (και δεν αναφέρομαι μόνο στην υφέρπουσα συναισθηματική φόρτιση αλλά και στην κατασκευαστική τεχνοτροπία) συνιστά σταθερή επιλογή της Γούντσον και είναι το στοιχείο αυτό που αφήνει ένα ίχνος χαμηλόφωνης παραμυθιακής τρυφερότητας στα έργα της, είτε απευθύνονται σε παιδιά είτε σε ενήλικες. Δεν τη συναντάς μόνο στο αυτοβιογραφικό και βραβευμένο το 2014 με National Book Award Νεανικής Λογοτεχνίας, «Brown Girl Dreaming», ένα εκτενές πεζολογικό ποίημα, στο οποίο παρουσιάζει την οικογενειακή της ιστορία και την πορεία της δικής της ενηλικίωσης ή στο τελευταίο της εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά με τίτλο «The Day You Begin»[2]. Η ίδια ποιητική τεχνοτροπία με τη χρήση επαναλήψεων, αναδιπλώσεων και παρηχήσεων, αφήνει το ρυθμικό και μουσικό της αποτύπωμα και στο «Κάτι αστραφτερό».
Παραθέτω ένα απόσπασμα που καθιστά σαφή αυτήν την αφηγηματική επιλογή της Γούντσον και ευδιάκριτο το μεταφραστικό ταλέντο της Άννας Μαραγκάκη, που την απέδωσε τόσο όμορφα στα ελληνικά:
«Μα όταν βλέπεις το παιδί σου με φουσκωμένη κοιλιά, πριν καλά καλά πάψει να είναι παιδί το ίδιο, σκέφτεσαι για μια στιγμή πως όλες αυτές οι πλάκες χρυσού δεν έχουν καμία απολύτως αξία εκεί έξω στον κόσμο, αν δεν έχεις διδάξει στο ίδιο σου το παιδί πώς να παραμείνει αγνό. Πώς να υπερασπιστεί την αγνότητά του και να γίνει μια καθωσπρέπει γυναίκα. Κλαις όλη νύχτα, μέχρι να γδαρθεί ο λαιμός σου και να μην σου μείνει άλλος στεναγμός. Να μη σου έχει απομείνει ούτε σταγόνα νερό στο κορμί, να έχεις στραγγίξει. Να μην σου έχουν απομείνει άλλες κατάρες για τον Θεό και τον εαυτό σου. Κι έτσι, μολονότι νομίζεις πως δεν θα ξανασηκωθείς ποτέ από το κρεβάτι, σηκώνεσαι. Αποφασίζεις να πάψεις να δίνεις σημασία στους γείτονες, με τα περίεργα βλέμματα και τους ψιθύρους τους και σηκώνεσαι. Κοιτάζεις μόνο τον ιερέα όταν, μια Κυριακή, οι άνθρωποι της ενορίας σου σού γυρίζουν την πλάτη – και σηκώνεσαι. Σηκώνεσαι, φορώντας το ακριβό κασμιρένιο παλτό σου, και αρνείσαι να αφήσεις την ντροπή να σταθεί δίπλα σου.»
Ο συνδυασμός πρωτοπρόσωπης εξομολογητικής και τριτοπρόσωπης αποστασιοποιημένης αφήγησης, οι διαρκείς χρονικές μετατοπίσεις, αλλά και η θραυσματική παραγραφοποίηση με χρήση διάκενων (ως μορφολογική υπόμνηση της συνομιλίας με την ποίηση που προαναφέραμε, αλλά και ως διαρκής πρόκληση ερμηνευτικής ανασύνθεσης για τον αναγνώστη) επιτρέπουν στην Γούντσον να αναμετρηθεί με τους οικείους της αφηγηματικούς τόπους, τις οικογενειακές σχέσεις, τη σεξουαλικότητα, τις ταξικές και τις φυλετικές διαφορές με μια τολμηρή ματιά και χωρίς ίχνος διδακτισμού. Κι έχω την αίσθηση πως η μεγάλη της επιτυχία οφείλεται στο ότι όχι απλώς ακολουθεί τη γνωστή συμβουλή του Τσέχοφ «ανάμεσα στη λύση του προβλήματος και στη σωστή τοποθέτησή του, μόνο το δεύτερο είναι υποχρεωτικό για τον καλλιτέχνη»[3], αλλά κυρίως επειδή την πραγματώνει με τον τρόπο που περιγράφει ο Φίλιπ Ροθ: «…μέσω όλων όσα θα μπορούσαν να ονομαστούν αισθησιακές εκφάνσεις του μυθιστορήματος –δηλαδή μέσω του τόνου, της διάθεσης, της φωνής και, βεβαίως, μέσω της παράθεσης των ίδιων των αφηγηματικών δεδομένων»[4].
Οι τραυματικές εμπειρίες και τα όνειρα της κάθε γενιάς που διατρέχουν όλο το έργο συνδέονται και με προσωπικές εμπειρίες της Γούντσον. Στην παρουσίαση του βιβλίου της, στο New York Times Magazine[5], αναφέρει πως όταν πέθανε η μητέρα της, το 2009, εξαιτίας του ληστρικού δανεισμού που γινόταν σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων που ήταν μαύροι, βρέθηκε να χρωστάει ένα υπέρογκο ποσό, και το σπίτι, που είχε αγοράσει η μητέρα της στο Μπρούκλιν, και στο οποίο μεγάλωσε και η ίδια, θα έβγαινε σε πλειστηριασμό. Πήρε τότε, όπως λέει, την απόφαση αντί να το πουλήσει, να πάρει η ίδια δάνειο για να μπορέσει να το σώσει, θεωρώντας πως έτσι κρατά ζωντανό το όνειρο της μητέρας της (όπως και όλων εξάλλου των μαύρων που συμμετείχαν στη Μεγάλη Μετανάστευση από τις νότιες πολιτείες στον Βορρά, από το 1917 μέχρι το 1970, λόγω φυλετικών διακρίσεων). Η σχέση μητέρας-κόρης, και μάλιστα σε ένα γενεαλογικό εύρος (γιαγιά Σέιμπι – μητέρα Άιρις – κόρη Μέλοντι), συνθέτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο αναστοχαστικής αντιπαράθεσης. Καθεμία τους έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με τις δικές επιθυμίες και διλήμματα αλλά και με τις συνέπειες των επιλογών της άλλης. Όλες τους αγωνίζονται να υπερβούν τις προσδοκίες του περιβάλλοντός τους, καθώς ζουν σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι λευκοί και οι ταξικές διαφορές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές τους. Η ιχνηλάτηση των ορίων και αντοχών της μητρικής αγάπης, των αλλαγών που επιφέρει η γονεϊκότητα, και της σημασίας του αστικού εξευγενισμού συμπορεύεται δεξιοτεχνικά με την αποτύπωση της συλλογικής μνήμης, καθώς η Σέιμπι ανακαλεί στις αναδρομικές αφηγήσεις της, τη σφαγή της Τάλσα, που είχε ζήσει ως μικρό παιδί η δική της μητέρα, τον Ιούνιο του 1921, όταν ένας όχλος λευκών επιτέθηκε με απίστευτη σκληρότητα στους μαύρους κατοίκους της πόλης, επειδή βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτούς.
«Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει», λέει η Λένα Κιτσοπούλου σε έναν από τους στίχους της, με τους οποίους συμπλήρωσε τον μονόλογο της Γκόλφως, στην όμορφη εκείνη παράσταση του έργου του Σπ. Περεσιάδη, που σκηνοθέτησε ο Ν. Καραθάνος, το 2013, για το Εθνικό Θέατρο. Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Τζ. Γούντσον έρχονται αντιμέτωποι με την αμφίστομη δυναμική της αγάπης –ερωτικής ή γονεϊκής– σε κάθε τους επιλογή. Και έχει δίκιο η R. O. Kwon, όταν, σχολιάζοντας το μυθιστόρημα[6], παρατηρεί ότι κανένας από τους χαρακτήρες του έργου δεν θέλει να πληγώσει τον άλλο, όσο κι αν αυτό γίνεται αναπόφευκτο κάποια στιγμή. Ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την αισθητική αξία του έργου του Γούντσον, κατά τη γνώμη μου, είναι και ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνεται στη συγγραφική πρόκληση της αναπαράστασης αυτού του αμφιθυμικού κυματισμού της ανθρώπινης ζωής, που σχοινοβατεί μεταξύ προσωπικής επιθυμίας και ανάγκης για κοινωνική σύμπλευση, και του οποίου η απεικόνιση είναι πολύ πιο δύσκολη από τη μονοδρομικά οριοθετημένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Η προσωπική αφηγηματική της γλώσσα αποτυπώνει την εύθραυστη φύση των χαρακτήρων και των διλημμάτων τους με έναν λυρισμό γεμάτο στοχαστική ενσυναίσθηση, δηλαδή με κατανόηση αλλά και απόλυτη επίγνωση της σκληρότητας και των αδιεξόδων της ζωής.
Η μνήμη, μάλιστα, δεν λειτουργεί μέσα στο μυθιστόρημα της Τζ. Γούντσον μόνο ως μέσο συνομιλίας και συμφιλίωσης με τον εαυτό, αλλά και ως φορέας ανάδειξης ενός ιστορικού παρελθόντος, που επιτρέπει στη λογοτεχνική αφήγηση να το κρατά ζωντανό χωρίς κανένα συναισθηματικό ξεχείλισμα, διευρύνοντας τον τρόπο, με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο και τους ανθρώπους. Όλα τα σπουδαία μυθιστορήματα, εξάλλου, μας δίνουν την ευκαιρία να φωτίσουμε λίγο το αίνιγμα της ζωής, ή όπως λέει σε μια συνέντευξή της η ίδια η Γούντσον[7], «η ανάγνωση ισοδυναμεί με την ελπίδα ότι τα πράγματα αλλάζουν». Η μνήμη, αν το σκεφτείς, σου χαρίζει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία.
Νίκος Καζάζης
Πηγή: https://mag.frear.gr/tzaklin-goyntson-kati-astraftero-mtfr-anna-maragkaki-ekd-polis-athina-2021/
Σημειώσεις
[1]. Εκδόθηκε το 2016, και και στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2019, επίσης από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη.
[2]. Ειρήσθω εν παρόδω, είναι εξαιρετικά βιβλία και τα δύο και μακάρι κάποια στιγμή να μεταφραστούν και στα ελληνικά. Μία βιντεοπαρουσίαση του δεύτερου μπορεί να δει κανείς εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=KDs5d_qFbEs
[3]. Ά. Τσέχοφ, «Η τέχνη της γραφής», μτφρ. Β. Ντινόπουλος, εκδ. Πατάκη, σ. 73.
[4]. Φ. Ροθ, «Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, σ. 43.
[5]. https://www.nytimes.com/2019/09/19/magazine/jacqueline-woodson-red-at-the-bone.html
[6]. https://www.nytimes.com/2019/09/16/books/review/red-at-the-bone-jacqueline-woodson.html